- θυμέλη
- ηβωμός του θεού Διονύσου στο μέσο της ορχήστρας του αρχαίου θεάτρου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θυμέλη — place of burning fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμέλῃ — θυμέλη place of burning fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμέλη — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα μέρη του αρχαίου ελληνικού θεάτρου. Ειδικότερα, η θ. μπορεί να ήταν βήμα ή βωμός στην ορχήστρα, σκηνή ή λογείον ή και η ίδια η ορχήστρα. Κατά τους τραγικούς, η θ. ήταν βωμός που βρισκόταν στην ορχήστρα… … Dictionary of Greek
θυμέλαι — θυμέλη place of burning fem nom/voc pl θυμέλᾱͅ , θυμέλη place of burning fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμελῶν — θυμέλη place of burning fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμέλαις — θυμέλη place of burning fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμέλαισιν — θυμέλη place of burning fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμέλην — θυμέλη place of burning fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμέλης — θυμέλη place of burning fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμέλῃσι — θυμέλη place of burning fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)